- παγετῶδες
- παγετώδηςfrostymasc/fem voc sgπαγετώδηςfrostyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παγετώδης — ώδες (Α παγετώδης, ῶδες) [παγετός] 1. ο ψυχρός σαν πάγος, παγερός 2. αυτός που έχει ή προκαλεί χαμηλή θερμοκρασία νεοελλ. φρ. α) «παγετώδης κατάσταση» ιατρ. παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ψύξη τών άκρων και από αίσθημα έντονου ψύχους … Dictionary of Greek
χαλαζήεις — και δωρ. τ. χαλαζάεις, εσσα, εν, Α 1. όμοιος με χαλάζι στη μορφή, στην πυκνότητα ή στο πλήθος 2. φρ. «σκορπιός χαλαζήεις» σκορπιός τού οποίου το κέντρισμα προκαλεί παγετώδες ρίγος (Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek